μονοκρήπις

μονοκρήπις
μονοκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + κρηπίς, -ίδος «είδος υποδήματος» (πρβλ. θεο-κρήπις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοκρήπιδα — μονοκρήπῑδα , μονοκρήπις with but one sandal masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκρήπιδες — μονοκρήπῑδες , μονοκρήπις with but one sandal masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκρήπιδι — μονοκρήπῑδι , μονοκρήπις with but one sandal masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”